- προσαναβαίνω
- Α [ἀναβαίνω]1. (κυρίως για πτηνά που ζουν στο νερό) ανεβαίνω ή ανέρχομαι προς ένα μέρος2. ανέρχομαι επί πλέον, ακόμη3. αναρριχώμαι («τουτὶ προσαναβῆναι τὸ σικὸν», Πλάτ.)4. (για ποταμό) πλημμυρίζω επί πλέον5. ιππεύω επιπροσθέτως6. μτφ. ανάγομαι («ἐπεὶ δὲ τὸν περὶ Λυκούργου... λόγον ἐκδόντες ἐδοκοῡμεν οὐκ ἂν ἀλόγως τῷ Ρωμύλῳ προσαναβῆναι», Πλούτ.)7. φρ. «πόλις προσαναβαίνουσα» — πόλη που βρίσκεται σε ανηφορικό τόπο καί, κυρίως, στις πλαγιές βουνού.
Dictionary of Greek. 2013.