προσαναβαίνω

προσαναβαίνω
Α [ἀναβαίνω]
1. (κυρίως για πτηνά που ζουν στο νερό) ανεβαίνω ή ανέρχομαι προς ένα μέρος
2. ανέρχομαι επί πλέον, ακόμη
3. αναρριχώμαι («τουτὶ προσαναβῆναι τὸ σικὸν», Πλάτ.)
4. (για ποταμό) πλημμυρίζω επί πλέον
5. ιππεύω επιπροσθέτως
6. μτφ. ανάγομαι («ἐπεὶ δὲ τὸν περὶ Λυκούργου... λόγον ἐκδόντες ἐδοκοῡμεν οὐκ ἂν ἀλόγως τῷ Ρωμύλῳ προσαναβῆναι», Πλούτ.)
7. φρ. «πόλις προσαναβαίνουσα» — πόλη που βρίσκεται σε ανηφορικό τόπο καί, κυρίως, στις πλαγιές βουνού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προσαναβαινόντων — προσαναβαίνω go up pres part act masc/neut gen pl προσαναβαίνω go up pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσαναβαῖνον — προσαναβαίνω go up pres part act masc voc sg προσαναβαίνω go up pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσαναβαίνει — προσαναβαίνω go up pres ind mp 2nd sg προσαναβαίνω go up pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσαναβᾶσαν — προσαναβαίνω go up aor part act fem acc sg (attic epic ionic) προσαναβαίνω go up aor part act neut nom/voc/acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσαναβάντων — προσαναβαίνω go up aor part act masc/neut gen pl προσαναβαίνω go up aor imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσαναβήσεται — προσαναβαίνω go up aor subj mid 3rd sg (epic) προσαναβαίνω go up fut ind mid 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσανέβαινον — προσαναβαίνω go up imperf ind act 3rd pl προσαναβαίνω go up imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσανέβησαν — προσαναβαίνω go up aor ind act 3rd pl προσαναβαίνω go up aor ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσαναβαίνειν — προσαναβαίνω go up pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσαναβαίνοις — προσαναβαίνω go up pres opt act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”